μισητικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]]. | |btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισητός]]<br />ο [[επιρρεπής]] στο [[μίσος]], στο να μισεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισητικῶς</i> (Α)<br />με μισητικό τρόπο, με [[μίσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to hate, Arr.Epict.1.18.9.
German (Pape)
[Seite 190] zum Hassen geneigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., μετὰ μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
haineux.
Étymologie: μισέω.
Greek Monolingual
μισητικός, -ή, -όν (Α) μισητός
ο επιρρεπής στο μίσος, στο να μισεί.
επίρρ...
μισητικῶς (Α)
με μισητικό τρόπο, με μίσος.