μεταστύλιον: Difference between revisions
From LSJ
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
(6_21) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταστύλιον''': τό, [[διάδρομος]] μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25. | |lstext='''μεταστύλιον''': τό, [[διάδρομος]] μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταστύλιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μεσόστυλο]]<br /><b>2.</b> το [[διάστημα]] [[μεταξύ]] τών κιόνων, το [[μετακιόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στύλιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στύλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>στύλιον</i>, <i>περι</i>-<i>στύλιον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], τό,
A intercolumniation, IG22.1668.63, Milet.7p.56: pl., IG11(2).199A73 (Delos, iii B. C.); spaces between pilasters, Rev. Phil.43.186,199; colonnade, D.C.68.25.
German (Pape)
[Seite 154] τό, der Raum zwischen den Säulen, Säulengang, D. Cass. 68, 25, v. l. μεταστήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστύλιον: τό, διάδρομος μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25.
Greek Monolingual
μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επι-στύλιον, περι-στύλιον].