μονοφανής: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(6_7) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοφᾰνής''': -ές, ὁ [[μόνος]] [[ὁρατός]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423. | |lstext='''μονοφᾰνής''': -ές, ὁ [[μόνος]] [[ὁρατός]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονοφανής]], -ές, ιων. μουνοφανής (Α)<br />ο [[μόνος]] [[φαινόμενος]], ο [[μόνος]] [[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i><span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-<i>φανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 206] ές, allein erscheinend, allein sichtbar, Paul. Sil. ecphr. 423.
Greek (Liddell-Scott)
μονοφᾰνής: -ές, ὁ μόνος ὁρατός, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 423.
Greek Monolingual
μονοφανής, -ές, ιων. μουνοφανής (Α)
ο μόνος φαινόμενος, ο μόνος ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φανής< φαίνομαι), πρβλ. δια-φανής].