λαιός: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ά, όν :<br />gauche, situé à gauche.<br />'''Étymologie:''' p. λαιϜός, cf. <i>lat.</i> laevus.<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />grive <i>oiseau, ou</i> sorte de merle vivant dans les pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ά, όν :<br />gauche, situé à gauche.<br />'''Étymologie:''' p. λαιϜός, cf. <i>lat.</i> laevus.<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />grive <i>oiseau, ou</i> sorte de merle vivant dans les pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαιός]], ὁ (Α)<br />το [[πουλί]] [[πετροκότσυφας]] («τούτων [[ὅμοιος]] τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ [[λαιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[λᾶας]] «[[λίθος]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>πετρο</i>-[[κόσσυφος]].———————— <b>(II)</b><br />[[λαιός]], -ά, -όν (Α)<br />[[αριστερός]], [[ζερβός]] («τὰ. διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί» — όσα δίνεις με το δεξί να τά παίρνεις με το αριστερό [[χέρι]], <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>lai</i>-<i>fos</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lai</i>-<i>wo</i>- «[[αριστερός]]» και συνδέεται με λατ. <i>laevus</i> «[[αριστερός]]», αρχ. σλαβ. <i>l</i><i>ě</i><i>vŭ</i>, ρωσ. <i>levyj</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:29, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ὁ, a kind of thrush, prob. the
A blue thrush, Petrocichla cyanus, Arist.HA617a15, Ant.Lib.19.3.
λαιός (B), ά, όν,
A left, λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε (sc. χειρί) Tyrt.15.3; λαιᾶς χειρός on the left hand, A.Pr.714; πρὸς λαιᾷ χερί E.HF159; λαιοῖσι on the left, Parm.17; ἐπὶ λαιὰ κεκλιμένον Arat.160, cf. Heliod. ap.Stob.4.36.8; οἱ τὸ λ. ἔχοντες (sc. μέρος) D.S.13.99; ἐς λαιὰν ἐσιόντων χῆρα (Dor.) IG14.1721.3; τῇ λαιᾷ τοῦ δεξιοῦ λαβόμενος κέρως Philostr.Jun.Im.4. (Poet., but not in Hom., who uses ἀριστερός: also in later Prose, τὰ διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί Prov. ap.Plb.38.10.9, cf. Jul.Or.2.57d, etc.) (Orig. λαιϝός, cf. Lat.laevus, Slav. lèv[ucaron]: in Hsch. we have λαίβα, i.e. λαίϝα, = ἀσπίς, because borne on the left arm; cf. λαῖφα, λαῖτα, λαφός.)
German (Pape)
[Seite 7] laevus, links, λαιᾶς δὲ χειρός, linker Hand, Aesch. Prom. 716; λαιᾷ χερί, Eur. Herc. Fur. 159; κέρας, Suppl. 705; sp. D. In Prosa erst bei Sp., wie Hdn. 4, 2, 5. Vgl. ἀριστερός u. εὐώνυμος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιός: ὁ, εἶδος κίχλης, ἴσως ἡ Turdus torquatus, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 19, Ἀντ. Λιβερ. 19.
French (Bailly abrégé)
1ά, όν :
gauche, situé à gauche.
Étymologie: p. λαιϜός, cf. lat. laevus.
2οῦ (ὁ) :
grive oiseau, ou sorte de merle vivant dans les pierres.
Étymologie: λᾶας.
Greek Monolingual
(I)
λαιός, ὁ (Α)
το πουλί πετροκότσυφας («τούτων ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ λαιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. λᾶας «λίθος», πρβλ. πετρο-κόσσυφος.———————— (II)
λαιός, -ά, -όν (Α)
αριστερός, ζερβός («τὰ. διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί» — όσα δίνεις με το δεξί να τά παίρνεις με το αριστερό χέρι, Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. lai-fos ανάγεται στην ΙΕ ρίζα lai-wo- «αριστερός» και συνδέεται με λατ. laevus «αριστερός», αρχ. σλαβ. lěvŭ, ρωσ. levyj].