λαμπροφαής: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπροφαής''': -ές, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 2, Μανέθων 4. 53.
|lstext='''λαμπροφαής''': -ές, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 2, Μανέθων 4. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαμπροφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φέγγει [[λαμπρά]], [[ακτινοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>τὸ</i> «φως») <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροφαής Medium diacritics: λαμπροφαής Low diacritics: λαμπροφαής Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΑΗΣ
Transliteration A: lamprophaḗs Transliteration B: lamprophaēs Transliteration C: lamprofais Beta Code: lamprofah/s

English (LSJ)

ές,

   A bright-beaming, Orph.H.78.2, Man.4.53, Cat.Cod. Astr. 1.173.

German (Pape)

[Seite 13] ές, hellglänzend, Man. 4, 53.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπροφαής: -ές, λάμπων, ἀκτινοβολῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 2, Μανέθων 4. 53.

Greek Monolingual

λαμπροφαής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φαής (< φάος, τὸ «φως») πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].