λειόβατος: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />raie, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[βαίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />raie, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[βαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λειόβατος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[βατίς]], το [[σελάχι]], αλλ. [[βάτος]]<br /><b>2.</b> το [[ψάρι]] [[ρίνα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (ως [[άλλος]] τ. του [[λεώβατος]], [[βατός]] από τον λαό) ο [[ομαλός]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιό</i>-<i>βατος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>βατος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόβᾰτος Medium diacritics: λειόβατος Low diacritics: λειόβατος Capitals: ΛΕΙΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leióbatos Transliteration B: leiobatos Transliteration C: leiovatos Beta Code: leio/batos

English (LSJ)

ὁ, a fish,

   A skate or ray, Pl.Com.137, Arist.HA566a32; another name for the ῥίνη acc. to Ath.7.312b: but distd. from the ῥίνη by Archestr.Fr.46.    II = ὁ ὁμαλὸς τόπος, Suid. Cf. λεώβατος.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, die glatte Roche, Ath. VII, 319 e; Arist. H. A. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

λειόβᾰτος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων ὅμοιος νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ῥίνη κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 319Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
raie, poisson.
Étymologie: λεῖος, βαίνω.

Greek Monolingual

λειόβατος, ὁ (Α)
1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος
2. το ψάρι ρίνα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. του λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό-βατος, χαλκό-βατος].