λευκανθής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(SL_2)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λευκανθής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[white]] flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)
|sltr=[[λευκανθής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[white]] flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[λευκανθής]], -ές)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[λευκά]] [[άνθη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[λευκός]] («χνοάζων [[ἄρτι]] λευκανθὲς [[κάρα]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄνθός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελ</i>-<i>ανθής</i>, <i>φιλ</i>-<i>ανθής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκανθής Medium diacritics: λευκανθής Low diacritics: λευκανθής Capitals: ΛΕΥΚΑΝΘΗΣ
Transliteration A: leukanthḗs Transliteration B: leukanthēs Transliteration C: lefkanthis Beta Code: leukanqh/s

English (LSJ)

ές,

   A white-blossoming, Nic.Th.530: generally, blanched, white, καπνός Pi.N.9.23 (dub.); λ. κάρα S.OT742, cf. AP12.165 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 33] ές, weißblühend, ἄγνος Nic. Th. 530; weißschimmernd, σώματα Pind. N. 9, 23; κάρα, das schneeweiße Haupt des Greises, Soph. O. R. 742; vgl. Mel. 31 (XII, 165).

Greek (Liddell-Scott)

λευκανθής: -ές, (ἀνθέω) ἔχων λευκὸν ἄνθος, Νικ. Θηρ. 530· καθόλου, κατάλευκος, σώματα Πινδ. Ν. 9. 55· ἄρτι λευκανθὲς κάρα, δηλ. ὅπερ ἀρτίως ἤρχισε νὰ ἔχῃ λευκὰς τρίχας, Σοφ. Ο. Τ. 742, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 165.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 à fleur blanche;
2 fig. blanchi, blanc.
Étymologie: λευκός, ἄνθος.

English (Slater)

λευκανθής
   1 white flowering met. λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (N. 9.23)

Greek Monolingual

-ές (AM λευκανθής, -ές)
(για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη
αρχ.
μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ-ανθής, φιλ-ανθής].