λουλούδι: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(23) |
(No difference)
|
Revision as of 07:34, 29 September 2017
Greek Monolingual
και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι)
το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος
2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδι («λουλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Αθήνας», δημ. τραγούδι)
3. (μτφ. ως επίθ.) αυτός που χάνεται γρήγορα, εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. l'ul'e, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών λειρίδιον και λειλίδιον. Κατ' άλλους, < μσν. λίλι(ον) < λατ. lilium «κρίνο» + κατάλ. -ούδι. Ο τ. λούλουδο < αγριο-λούλουδο, κατ' απόσπαση (πρβλ. κάνονας < νομο-κάνονας)].