μακρόπορος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d’un long trajet, long.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[πόρος]]. | |btext=ος, ον :<br />d’un long trajet, long.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακρόπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με μακρινή [[οδοιπορία]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμπληρώνει [[τροχιά]] σε μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]: (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λοξό</i>-<i>πορος</i>, <i>στενό</i>-<i>πορος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A travelling far, in Comp. -ώτερος, Procl.in Prm.p.472 S.; completing an orbit in longer time, Id.Hyp.1.24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un long trajet, long.
Étymologie: μακρός, πόρος.
Greek Monolingual
μακρόπορος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά
2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία
3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πόρος: (πρβλ. λοξό-πορος, στενό-πορος)].