μακρόπορος

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπορος Medium diacritics: μακρόπορος Low diacritics: μακρόπορος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: makróporos Transliteration B: makroporos Transliteration C: makroporos Beta Code: makro/poros

English (LSJ)

μακρόπορον, travelling far, in Comp. -ώτερος, Procl.in Prm.p.472 S.; completing an orbit in longer time, Id.Hyp.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un long trajet, long.
Étymologie: μακρός, πόρος.

Greek Monolingual

μακρόπορος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά
2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία
3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πόρος: (πρβλ. λοξόπορος, στενόπορος)].