μελαγκευθής: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(6_7) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελαγκευθής''': -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass. | |lstext='''μελαγκευθής''': -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελαγκευθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο κρυμμένος στο [[σκοτάδι]], [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («μελαγκευθὲς [[εἴδωλον]] ἀνδρός», Βακχυλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει μαύρο [[χρώμα]] («μελαγκευθὲς [[νέφος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεῦθος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεύθω]] «[[κρύβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παγ</i>-<i>κευθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).
German (Pape)
[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.
Greek Monolingual
μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγ-κευθής].