μελαγκευθής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(6_7)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαγκευθής''': -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.
|lstext='''μελαγκευθής''': -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαγκευθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο κρυμμένος στο [[σκοτάδι]], [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («μελαγκευθὲς [[εἴδωλον]] ἀνδρός», Βακχυλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει μαύρο [[χρώμα]] («μελαγκευθὲς [[νέφος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεῦθος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεύθω]] «[[κρύβω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παγ</i>-<i>κευθής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκευθής Medium diacritics: μελαγκευθής Low diacritics: μελαγκευθής Capitals: ΜΕΛΑΓΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: melankeuthḗs Transliteration B: melankeuthēs Transliteration C: melagkefthis Beta Code: melagkeuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).

German (Pape)

[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.

Greek Monolingual

μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγ-κευθής].