μελασμός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελασμός Medium diacritics: μελασμός Low diacritics: μελασμός Capitals: ΜΕΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: melasmós Transliteration B: melasmos Transliteration C: melasmos Beta Code: melasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blackening of flesh from mortification, Hp.Aph. 5.17 (pl.).    2 dyeing black, μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446.    II black spot, Plu.2.921f (pl.), Simp.in Ph.1294.20; on snakes, Plu.2.564d.

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, das Schwärzen, im plur. schwarze Flecken, Plut. tac. orb. lun. 5.

Greek (Liddell-Scott)

μελασμός: ὁ, «μαύρισμα», τῶν τριχῶν Διοσκ. 1. 155· ἰδίως «μελάνιασμα» ἐκ νεκρώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. μελανὸν στίγμα, Πλουτ. 2. 921F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. μέλασμα.

Greek Monolingual

μελασμός, ὁ (Α) μελαίνω
1. το μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως
2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)
3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα
4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.