μέλε: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ὦ [[μέλε]] <i>en parl. à un homme ou à une femme</i> : mon ami ! mon bon ami !.<br />'''Étymologie:''' DELG obscur car familier.<br /><span class="bld">2</span><i>poét. c.</i> [[ἔμελε]], <i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[μέλει]] ; v. [[μέλω]].
|btext=ὦ [[μέλε]] <i>en parl. à un homme ou à une femme</i> : mon ami ! mon bon ami !.<br />'''Étymologie:''' DELG obscur car familier.<br /><span class="bld">2</span><i>poét. c.</i> [[ἔμελε]], <i>3ᵉ sg. impf. de</i> [[μέλει]] ; v. [[μέλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μέλε]] (Α)<br />αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική [[προσφώνηση]] για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, [[καλέ]] μου, ευλογημένε, καημένε («[[ἐπειδή]] γ', ὦ [[μέλε]], ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ' ἡμῑν ἀξίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) σαρκαστικά, υβριστικά («διαρραγείης, ὦ [[μέλε]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[κλητική]] [[προσφώνηση]] <i>ὦ [[μέλε]] της αρχαίας προφορικής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> νεοελλ. [[προσφώνηση]] [[μωρέ]], [[καλέ]]), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], πρόκειται για συντετμημένο τ. της κλητ. <i>ὦ μέλεε</i> του επιθέτου [[μέλεος]] «δυστυχισμένος, [[άθλιος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὦ [[τάλαν]]: <i>ὦ τᾶν</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για [[κλητική]] ενός αμάρτυρου [[μέλος]] «όμορφος, [[αγαπητός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melior</i>, συγκρ. του <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλε Medium diacritics: μέλε Low diacritics: μέλε Capitals: ΜΕΛΕ
Transliteration A: méle Transliteration B: mele Transliteration C: mele Beta Code: me/le

English (LSJ)

(A), Ep. 3sg. impf. from μέλω, Od.5.6.
μέλε (B), Att. voc., used as a familiar address to both sexes, ὦ μ.

   A my friend! Ar.Eq.671, Nu.33, 1192, V.1400, Pax 137, Ec.120, 133; νὴ Δία, ὦ μ. Pl.Tht.178e; τί κόπτεις, ὦ μ.; Men.457: sarcastically, διαρραγείης, ὦ μ. Ar.Av.1257. (Gramm. expl. it by ὦ ἐπι-μελ-είας ἄξιε καὶ οἷον με-μελ-ημένε, Sch.Pl. l.c. (who says it was originally used by women only), or connect it with μέλεος, Sch.Ar.Eq.668: but it is perh. voc. of Μέλος 'good', cf. Lat. melior.)

German (Pape)

[Seite 121] ὦ μέλε, in attischer Umgangssprache sehr gebräuchliche Anrede, sowohl an Männer als an Frauen, Trauter, Guter, Lieber, Ar. Equ. 669 Nubb. 33 Eccl. 120. 133. 245 u. öfter; νὴ Δία ὦ μέλε, Plat. Theaet. 178 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 279; später nur in der Anrede an Männer. Die Abltg von μέλεος, so daß es für μέλεε stehen sollte, ist unpassend, da es in den meisten Fällen einen entschieden lobenden Sinn hat; Buttmann nimmt einen mit μέλι zusammenhangenden nom. μέλος an, die alten Gramm. erkl. ὦ ἐπιμελείας ἄξιε καὶ οἷον μεμελημένε.

Greek (Liddell-Scott)

μέλε: Ἐπικ. γ΄ παρατ. τοῦ ῥήμ. μέλω, Ὀδ. Ε. 6.

French (Bailly abrégé)

μέλε en parl. à un homme ou à une femme : mon ami ! mon bon ami !.
Étymologie: DELG obscur car familier.
2poét. c. ἔμελε, 3ᵉ sg. impf. de μέλει ; v. μέλω.

Greek Monolingual

μέλε (Α)
αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ', ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ' ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.)
β) σαρκαστικά, υβριστικά («διαρραγείης, ὦ μέλε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κλητική προσφώνηση μέλε της αρχαίας προφορικής γλώσσας (πρβλ. νεοελλ. προσφώνηση μωρέ, καλέ), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για συντετμημένο τ. της κλητ. ὦ μέλεε του επιθέτου μέλεος «δυστυχισμένος, άθλιος» (πρβλ. τάλαν: ὦ τᾶν). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για κλητική ενός αμάρτυρου μέλος «όμορφος, αγαπητός» (πρβλ. λατ. melior, συγκρ. του bonus «ωραίος»)].