μελάγκολπος: Difference between revisions
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάγκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. [[μεγαλόκολπος]]. | |lstext='''μελάγκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. [[μεγαλόκολπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελάγκολπος]] και [[μελανόκολπος]],-ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[κόλπο]], δηλ. [[στήθος]] («μελαγκόλποιο Νύμφης», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>κολπος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>κολπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A black-bosomed, Nonn.D.34.83.
German (Pape)
[Seite 117] mit schwarzem Busen, Nonn. D. 34, 53.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. μεγαλόκολπος.
Greek Monolingual
μελάγκολπος και μελανόκολπος,-ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό-κολπος, βαθύ-κολπος)].