μελικτής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_19) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελικτής''': -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, ([[μελίζω]] Β) [[ἀοιδός]], [[μουσικός]], ἰδίως [[αὐλητής]], Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - [[ὡσαύτως]] [[μελιστής]]. | |lstext='''μελικτής''': -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, ([[μελίζω]] Β) [[ἀοιδός]], [[μουσικός]], ἰδίως [[αὐλητής]], Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - [[ὡσαύτως]] [[μελιστής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελικτής]], δωρ. τ. [[μελικτάς]], ὁ (Α) [[μελίζω]]<br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[μουσικός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[αυλητής]] («ἐγὼ δέ τις [[εἰμὶ]] μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας [[ἀγκρούομαι]]», <b>Θεόκρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Dor. μελι-κτάς, (μελίζω B)
A singer, player; esp. fluteplayer, Theoc.4.30, Mosch.3.7; cf. μελιστής.
Greek (Liddell-Scott)
μελικτής: -οῦ, ὁ, Δωρ. -κτάς, (μελίζω Β) ἀοιδός, μουσικός, ἰδίως αὐλητής, Θεόκρ. 4. 30, Μόσχ. 3. 7· - ὡσαύτως μελιστής.
Greek Monolingual
μελικτής, δωρ. τ. μελικτάς, ὁ (Α) μελίζω
1. αοιδός, μουσικός, τραγουδιστής
2. (ειδικά) αυλητής («ἐγὼ δέ τις εἰμὶ μελικτὰς κεὖ μὲν τά Γλαύκας ἀγκρούομαι», Θεόκρ.).