μέλασμα: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />tache noire.<br />'''Étymologie:''' [[μελαίνω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />tache noire.<br />'''Étymologie:''' [[μελαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[μέλασμα]]) [[μελαίνω]]<br />μαύρη [[χρωστική]] [[ουσία]] για [[βαφή]] τών τριχών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μαύρο ή πελιδνό [[στίγμα]] ή [[σημείο]], μελανή [[κηλίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μελάσματα</i><br />οι κηλίδες που παρατηρούνται στην [[επιφάνεια]] της σελήνης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μέλασμα]] γραμμοτόκον» — η [[στερεά]] μαύρη [[ουσία]] με την οποία γράφει το [[μολύβι]], μαύρο [[μολυβδοκόνδυλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a black or livid spot, Hp.Fract.11 (pl.), Art.86 (pl.), Liq.4 (sg.). II black hair-dye, Apollod.Com.21, Poll.2.35, Crito ap.Gal.12.447. III μ. γραμμοτόκον the solid ink in a pencil, AP6.63 (Damoch.). IV in pl., spots in the moon, Cleom. 2.1.
German (Pape)
[Seite 121] τό, das Geschwärzte, schwarzer Fleck, ἔχεις μελάσμασι κατεστιγμένοι, Plut. S. N. V. 22 (p. 269); schwarze Farbe, πλήθοντα μελάσματι κυκλομόλιβδον, Damochar. 2 (VI, 63); zum Färben der Haare, Poll. 2, 35; Apolld. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
μέλασμα: τό, μαῦρον ἢ πελιδνὸν σημεῖον ἢ στίγμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840· ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. ΙΙ. μαύρη βαφὴ, Πολυδ. Β΄, 35. ΙΙΙ. μ. γραμμότοκον, μέλαν μολυβδοκόδυλον Ἀνθ. Π. ϛʹ, 63.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
tache noire.
Étymologie: μελαίνω.
Greek Monolingual
το (Α μέλασμα) μελαίνω
μαύρη χρωστική ουσία για βαφή τών τριχών
αρχ.
1. μαύρο ή πελιδνό στίγμα ή σημείο, μελανή κηλίδα
2. στον πληθ. τὰ μελάσματα
οι κηλίδες που παρατηρούνται στην επιφάνεια της σελήνης
3. φρ. «μέλασμα γραμμοτόκον» — η στερεά μαύρη ουσία με την οποία γράφει το μολύβι, μαύρο μολυβδοκόνδυλο.