μενεφύλοπις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενεφύλοπις''': [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], Ἀνθ. Π. 6. 84.
|lstext='''μενεφύλοπις''': [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], Ἀνθ. Π. 6. 84.
}}
{{grml
|mltxt=[[μενεφύλοπις]], -ιος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο [[καρτερικός]] στη [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[φύλοπις]] «[[μάχη]], [[κραυγή]] μάχης»].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεφύλοπις Medium diacritics: μενεφύλοπις Low diacritics: μενεφύλοπις Capitals: ΜΕΝΕΦΥΛΟΠΙΣ
Transliteration A: menephýlopis Transliteration B: menephylopis Transliteration C: menefylopis Beta Code: menefu/lopis

English (LSJ)

[ῡ], ιος, ὁ, ἡ,

   A staunch in battle, AP6.84 (Paul. Sil.), prob. cj. in Doroth. in Cat.Cod. Astr.8(4).223.

German (Pape)

[Seite 132] = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).

Greek (Liddell-Scott)

μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Ἀνθ. Π. 6. 84.

Greek Monolingual

μενεφύλοπις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»].