μεσότοιχος: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(6_14) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσότοιχος''': ὁ, [[τοῖχος]] χωρίζων δύο οἰκίας ἢ αὐλάς, κτλ., μεταφορ., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς [[μεσότοιχον]] διορύττοντα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 281D. | |lstext='''μεσότοιχος''': ὁ, [[τοῖχος]] χωρίζων δύο οἰκίας ἢ αὐλάς, κτλ., μεταφορ., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς [[μεσότοιχον]] διορύττοντα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 281D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, και [[μεσότοιχο]], το (ΑM [[μεσότοιχος]] και [[μεσότοιχον]])<br /><b>1.</b> [[τοίχος]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, [[μεσοτοιχία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φραγμός]], [[εμπόδιο]], [[φράγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσωτερικός]] [[τοίχος]] ο [[οποίος]] χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (για [[κτήριο]]) αυτός που έχει τέτοιου είδους τοίχο («[[μεσότοιχος]] [[οἰκία]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τοῖχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>τοιχος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A party-wall, Milet.7.56 (Didyma), BCH33.452 (Argos): metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μ. διορύττειν Eratosth.Cyren. ap. Ath.7.281d. II as Adj., having a party-wall, οἰκίαι PAmh.2.98.9 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 140] ὁ, dasselbe, übertr., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττειν, Eratosth. bei Ath. VII, 281 d.
Greek (Liddell-Scott)
μεσότοιχος: ὁ, τοῖχος χωρίζων δύο οἰκίας ἢ αὐλάς, κτλ., μεταφορ., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττοντα Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 281D.
Greek Monolingual
ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον)
1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία
2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα
νεοελλ.
εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια
αρχ.
ως επίθ. (για κτήριο) αυτός που έχει τέτοιου είδους τοίχο («μεσότοιχος οἰκία», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + τοῖχος (πρβλ. αργυρό-τοιχος)].