μεταμελητικός: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταμελητικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεταμελούμαι]]<br />αυτός που μετανοεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.
German (Pape)
[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.
Greek Monolingual
μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.