μισθοφορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
|btext=ή, όν :<br />de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μισθοφορικός]], -ή, -όν) [[μισθοφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική [[αμοιβή]]» β. «μισθοφορικό [[στράτευμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθοφορικόν</i><br />α) [[στράτευμα]] το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους<br />β) το [[σύνολο]] τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι<br />γ) [[μισθός]] μισθοφόρων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μισθοφορική γῆ» — [[περιοχή]] η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθοφορικώς</i> (Α)<br />με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορικός Medium diacritics: μισθοφορικός Low diacritics: μισθοφορικός Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: misthophorikós Transliteration B: misthophorikos Transliteration C: misthoforikos Beta Code: misqoforiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mercenary, δυνάμεις Plb.1.67.4; τὸ μ., = οἱ μισθοφόροι, Plu.Art.4; also, the pay of mercenaries, J.AJ12.2.3; μ. γῆ land assigned to μισθοφόροι, prob. in PLond.3.604B248 (i A.D.). Adv. -κῶς Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 191] ή, όν, den Lohnarbeiter, Söldner betreffend; μισθοφορικαὶ δυνάμεις, Söldnertruppen, Pol. 1, 67, 4; τὸ μισθοφορικόν, das Söldnerheer, Plut. Artax. 4; Luc. Dem. encom. 34.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορικός: -ή, -όν, εἰς μισθοφόρον ἀνήκων, δυνάμεις Πολύβ. 1. 67, 4· τὸ μ. = οἱ μισθοφόροι, Πλουτ. Ἀρτοξ. 4· ὡσαύτως, ὁ μισθὸς τῶν μισθοφόρων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 3. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δϳ, 51.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mercenaire ; τὸ μισθοφορικόν troupe de soldats mercenaires.
Étymologie: μισθοφόρος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μισθοφορικός, -ή, -όν) μισθοφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική αμοιβή» β. «μισθοφορικό στράτευμα»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθοφορικόν
α) στράτευμα το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους
β) το σύνολο τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι
γ) μισθός μισθοφόρων
2. φρ. «μισθοφορική γῆ» — περιοχή η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους.
επίρρ...
μισθοφορικώς (Α)
με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.