μονόπους: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />qui n’a qu’un pied (table, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />qui n’a qu’un pied (table, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόπους]], -ουν, γεν. -οδος (ΑΜ ιων. τ. μουνόπους)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πόδι]] (α. «[[τράπεζα]] [[μονόπους]]» β. «[[μονόπους]] ποδὶ ζῴου», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόπους Medium diacritics: μονόπους Low diacritics: μονόπους Capitals: ΜΟΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: monópous Transliteration B: monopous Transliteration C: monopous Beta Code: mono/pous

English (LSJ)

Ion. μουνό-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,

   A one-footed, AP9.233 (Eryc.), Man.1.137; μ. τράπεζα Poll.10.69.

German (Pape)

[Seite 204] πουν, gen. ποδος, einfüßig, τράπεζα, Poll. 10, 69; in ion. Form μουνόπους, Maneth. 1, 137; Eryc. 9 (IX, 233).

Greek (Liddell-Scott)

μονόπους: Ἰων. μουν-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ἕνα μόνον πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 233, κτλ.· μ. τράπεζα (τὸ monopodium τοῦ Πλιν.) Πολυδ., Ι΄, 69· ἴδε μονοπόδιον.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
qui n’a qu’un pied (table, etc.).
Étymologie: μόνος, πούς.

Greek Monolingual

μονόπους, -ουν, γεν. -οδος (ΑΜ ιων. τ. μουνόπους)
αυτός που έχει ένα μόνο πόδι (α. «τράπεζα μονόπους» β. «μονόπους ποδὶ ζῴου», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].