μονοκόνδυλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοκόνδῠλος''': -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, [[δάκτυλος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5. | |lstext='''μονοκόνδῠλος''': -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, [[δάκτυλος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονοκόνδυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] «[[αρμός]], [[κόμπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρυπο</i>-[[κόνδυλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with but one joint, δάκτυλος (thumb) Arist.HA493b29.
German (Pape)
[Seite 203] mit einem Gelenke, Arist. H. A. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, δάκτυλος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.
Greek Monolingual
μονοκόνδυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόνδυλος «αρμός, κόμπος» (πρβλ. ρυπο-κόνδυλος)].