μυρμηκώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
}}
}}

Revision as of 11:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώδης Medium diacritics: μυρμηκώδης Low diacritics: μυρμηκώδης Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: myrmēkṓdēs Transliteration B: myrmēkōdēs Transliteration C: myrmikodis Beta Code: murmhkw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.

German (Pape)

[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.

Greek Monolingual

μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.