νεουργός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />nouvellement fait <i>ou</i> travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />nouvellement fait <i>ou</i> travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἔργον]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νεουργός]]<br />ο [[ανακαινιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(II)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(III)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργός Medium diacritics: νεουργός Low diacritics: νεουργός Capitals: ΝΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: neourgós Transliteration B: neourgos Transliteration C: neourgos Beta Code: neourgo/s

English (LSJ)

(A), όν,

   A newmade, new, ἱμάτιον Pl.R.495e; φοινικίδες Plu.Aem.18.
νε-ουργός (B), ὁ, (ναῦς)

   A shipbuilder, Poll.1.84.

German (Pape)

[Seite 245] neu gemacht, neu; ἱμάτιον, Plat. Rep. VI, 495 e; ἔλαιον, Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; στολή, Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, νέος, καινουργής, ἱμάτιον Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouvellement fait ou travaillé.
Étymologie: νέος, ἔργον.

Greek Monolingual

(I)
νεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.)
2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. νεουργός
ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργός (< ἔργον)].———————— (II)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ουργός (< ἔργον)].———————— (III)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του νᾱός + -ουργός (< ἔργον)].