Μουνυχία: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[Μουνιχία]].
|btext=<i>c.</i> [[Μουνιχία]].
}}
{{grml
|mltxt=και Μουνιχία, η (Α [[Μουνυχία]])<br /><b>1.</b> [[λόφος]]-[[χερσόνησος]] που βρισκόταν στη νοτιοανατολική [[πλευρά]] του Πειραιά, σημερινή Καστέλλα, ο [[οποίος]] [[κατά]] τους ιστορικούς χρόνους ήταν η ακρόπολή του και στον οποίο υπήρχε ομώνυμο [[ιερό]] της Αρτέμιδος<br /><b>2.</b> το [[λιμάνι]] που περικλειόταν από τις νοτιοανατολικές ακτές του ομώνυμου λόφου σε [[σχήμα]] κόγχης, το τρίτο από τα [[τρία]] [[φυσικά]] λιμάνια του Πειραιά, σημερ. Τουρκολίμανο<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθετο]] της θεάς Αρτέμιδος, η οποία λατρευόταν στη [[Μουνυχία]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μουνῠχία Medium diacritics: Μουνυχία Low diacritics: Μουνυχία Capitals: ΜΟΥΝΥΧΙΑ
Transliteration A: Mounychía Transliteration B: Mounychia Transliteration C: Mounychia Beta Code: *mounuxi/a

English (LSJ)

ἡ, Munychia, a harbour in Piraeus, Hdt.8.76, Th.2.13, Arist.Ath.19.2, Str.9.1.15:—also Μουνίχιον, τό, Sch.Call.Dian.259; Μουνύχιος, λιμήν Sch.E.Hipp.759: Μουνύχιος, ὁ,

   A inhabitant of the place, St.Byz.    II epith. of Artemis, who was worshipped there, Call.Dian.259, cf. D.18.107. (In this group Att. Inscrr. almost always have Μουνιχ-, e. g. IG12.310.27,22.1604.72,98, exc. Μουνυχιών ib.471.6 (late iv B. C.), 3.77.26.)

Greek (Liddell-Scott)

Μουνῠχία: ἡ, λιμὴν τῶν Ἀθηνῶν μεταξὺ Φαλήρου καὶ Πειραιῶς, νῦν Φανάρι, Ἡρόδ. 8. 76, Θουκ. 2. 13· καὶ ἡ χερσόνησος ἡ μεταξὺ τοῦ λιμένος τούτου καὶ τοῦ Πειραιῶς, ἔνθα νῦν ἡ οἰκία Κουμουνδούρου, Στράβ. 395, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σελ. 27, 15., 53, 13., 54, 7. 61, 1, 89, 11, ἔκδ. Blass.: - ὡσαύτως Μουνύχιον, τό, Σχόλ. εἰς Καλλ. Ἄρτ. 259· Μουνύχιος λιμήν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 762· - Μουνύχιος, ὁ, κάτοικος τοῦ τόπου τούτου, Στέφ. Βυζ. - Ἀλλὰ πάντα τὰ ἀνωτέρω γραπτέον διὰ τοῦ ι, Μουνιχία, κτλ., ἴδε Meisterh 228, 8· 115, 7, Κόντου Φιλολογ. Ποικ. ἐν Ἀθην. τ. 1, σ. 96, τοῦ αὐτοῦ εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθην. τ. 3, σ. 383 κἑξ. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς ἐκεῖ λατρευομένης Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 259, πρβλ. Δημ. 262, 18.

French (Bailly abrégé)

c. Μουνιχία.

Greek Monolingual

και Μουνιχία, η (Α Μουνυχία)
1. λόφος-χερσόνησος που βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του Πειραιά, σημερινή Καστέλλα, ο οποίος κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν η ακρόπολή του και στον οποίο υπήρχε ομώνυμο ιερό της Αρτέμιδος
2. το λιμάνι που περικλειόταν από τις νοτιοανατολικές ακτές του ομώνυμου λόφου σε σχήμα κόγχης, το τρίτο από τα τρία φυσικά λιμάνια του Πειραιά, σημερ. Τουρκολίμανο
αρχ.
επίθετο της θεάς Αρτέμιδος, η οποία λατρευόταν στη Μουνυχία.