μυρμηδών: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6_15)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηδών''': ὁ, μυρμήκων [[φωλεά]], «[[συνοικία]] τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] Δωρ. = [[μύρμηξ]], ὁ αὐτ.
|lstext='''μυρμηδών''': ὁ, μυρμήκων [[φωλεά]], «[[συνοικία]] τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] Δωρ. = [[μύρμηξ]], ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηδών]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκοφωλιά]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) «μυρμηδόνες<br />οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[μυρμηδών]] «[[μυρμηγκοφωλιά]]» και <i>μυρμηδόνες</i> «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. [[μύρμηξ]]. Ο τ. <i>μυρμηδόνες</i> σχηματίστηκε, πιθ., από το [[μύρμηξ]] αναλογικά [[προς]] ονόματα εντόμων, όπως [[τενθρηδών]] κ.λπ., ενώ ο τ. [[μυρμηδών]] [[είναι]] παρ. σε -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> που δηλώνει [[τόπο]] (<b>πρβλ.</b> [[σφηκών]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. [[είναι]] εσφαλμένοι και ο μεν τ. [[μυρμηδών]] θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>μυρκηκιών</i>, ενώ ο τ. <i>μυρμηδόνες</i> επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα [[Μυρμιδόνες]] του στρατού του Αχιλλέως].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηδών Medium diacritics: μυρμηδών Low diacritics: μυρμηδών Capitals: ΜΥΡΜΗΔΩΝ
Transliteration A: myrmēdṓn Transliteration B: myrmēdōn Transliteration C: myrmidon Beta Code: murmhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A ant's nest, Hsch.: Dor. for ant, Id., Gloss.

German (Pape)

[Seite 220] όνος, ὁ, der Ameisenhaufe, ξυνοικία τῶν μυρμήκων, Hesych., nach dem es dorisch auch die Ameise heißen soll.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηδών: ὁ, μυρμήκων φωλεά, «συνοικία τῶν μυρμήκων» Ἡσύχ.· ὡσαύτως Δωρ. = μύρμηξ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

μυρμηδών, ὁ (Α)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκοφωλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «μυρμηδόνες
οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μυρμηδών «μυρμηγκοφωλιά» και μυρμηδόνες «μύρμηκες υπό Δωριέων» παραδίδονται από τον Ησύχιο και συνδέονται με τον τ. μύρμηξ. Ο τ. μυρμηδόνες σχηματίστηκε, πιθ., από το μύρμηξ αναλογικά προς ονόματα εντόμων, όπως τενθρηδών κ.λπ., ενώ ο τ. μυρμηδών είναι παρ. σε -ών, -ῶνος που δηλώνει τόπο (πρβλ. σφηκών). Κατ' άλλη άποψη, οι τ. είναι εσφαλμένοι και ο μεν τ. μυρμηδών θα πρέπει να διορθωθεί σε μυρκηκιών, ενώ ο τ. μυρμηδόνες επινοήθηκε για να ερμηνεύσει ετυμολογικά το όνομα Μυρμιδόνες του στρατού του Αχιλλέως].