μυ: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(26)
(No difference)

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)
(άκλιτο) ονομασία του γράμματος μ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)].———————— (II)
μὺ και μῡ, το (Α)
1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα
2. μίμηση του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το μύζω και πιθ. με τα μῦθος, μυῖα, μυκάομαι, μυκός, μύω].