μύαγρος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
(6_15) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύαγρος''': ὁ, ὁ μυθοήρας, [[εἶδος]] ὄφεως, Νικ. Θηρ. 490. ΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ Alypum sativum, Διοσκ. 4. 117, Πλίν, 27. 81. | |lstext='''μύαγρος''': ὁ, ὁ μυθοήρας, [[εἶδος]] ὄφεως, Νικ. Θηρ. 490. ΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ [[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ Alypum sativum, Διοσκ. 4. 117, Πλίν, 27. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μύαγρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] πτηνού της οικογένειας [[μυγοθήρες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φίδι]] που πιάνει τα ποντίκια<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[μελάμπυρον]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[μυάγρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντίκι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> [[θήραγρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mouser, a kind of snake. Nic.Th.490. II = μελάμπυρος, Dsc.4.116, Plin.HN27.106. III = μυάγρα 11, Ps.-Dsc. 2.125.
German (Pape)
[Seite 213] ὁ, der Mäusefänger, eine Schlangenart, Nic Th. 490; eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μύαγρος: ὁ, ὁ μυθοήρας, εἶδος ὄφεως, Νικ. Θηρ. 490. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι τὸ Alypum sativum, Διοσκ. 4. 117, Πλίν, 27. 81.
Greek Monolingual
ο (Α μύαγρος)
νεοελλ.
ζωολ. είδος πτηνού της οικογένειας μυγοθήρες
αρχ.
1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια
2. το φυτό μελάμπυρον
3. το φυτό μυάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος.