μυχθισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />grondement, murmure.<br />'''Étymologie:''' [[μυχθίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />grondement, murmure.<br />'''Étymologie:''' [[μυχθίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυχθισμός]], ὁ (Α) [[μυχθίζω]]<br /><b>1.</b> [[εκπνοή]] από τη [[μύτη]] με γογγυσμό, [[στεναγμός]], [[βόγγος]]<br /><b>2.</b> [[μυκτηρισμός]], [[σκώμμα]], [[περιγέλασμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A snorting, Hp.Coac.509; νεκρῶν E.Rh.789. II mocking, jeering, Aq.Ps.122(123).4.
German (Pape)
[Seite 224] ὁ, Röcheln, Stöhnen, κλύω μυχθισμῶν νεκρῶν, Eur. Rhes. 789, Hesych. erkl. στέναγμός.
Greek (Liddell-Scott)
μυχθισμός: ὁ, φύσημα διὰ τῆς ῥινός, γογγυσμός, Ἱππ. 203Α, Εὐρ. Ρῆσ. 789. ΙΙ. μυκτηρισμός, σκῶμμα, περίγελως, Ἀκύλ. εἰς Ψαλμ. 422. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
grondement, murmure.
Étymologie: μυχθίζω.
Greek Monolingual
μυχθισμός, ὁ (Α) μυχθίζω
1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος
2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα.