νεκυσσόος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(6_16)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκυσσόος''': -ον, = [[νεκυοσσόος]], Νόνν. Δ. 44. 202.
|lstext='''νεκυσσόος''': -ον, = [[νεκυοσσόος]], Νόνν. Δ. 44. 202.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκυσσόος]] και νεκυο(σ)[[σόος]], -ον (Α)<br />αυτός που εγείρει, που ανακαλεί στη ζωή τους νεκρούς, που δίνει ζωή στους νεκρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ξεσηκώνω]], [[παρακινώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>σσόος</i>, <i>κυνο</i>-<i>σσόος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκυσσόος Medium diacritics: νεκυσσόος Low diacritics: νεκυσσόος Capitals: ΝΕΚΥΣΣΟΟΣ
Transliteration A: nekyssóos Transliteration B: nekyssoos Transliteration C: nekyssoos Beta Code: nekusso/os

English (LSJ)

ον,

   A rousing the dead to life, Nonn.D.44.204.

German (Pape)

[Seite 238] = νεκυοσσόος, Nonn. D. 44, 202, Περσεφόνεια.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυσσόος: -ον, = νεκυοσσόος, Νόνν. Δ. 44. 202.

Greek Monolingual

νεκυσσόος και νεκυο(σ)σόος, -ον (Α)
αυτός που εγείρει, που ανακαλεί στη ζωή τους νεκρούς, που δίνει ζωή στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -σσόος (< σεύομαι «ξεσηκώνω, παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].