νεοδαμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />nouvellement admis parmi le peuple, <i>càd</i> au nombre des citoyens.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δᾶμος]] <i>dor. c.</i> [[δῆμος]].
|btext=ης, ες :<br />nouvellement admis parmi le peuple, <i>càd</i> au nombre des citoyens.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δᾶμος]] <i>dor. c.</i> [[δῆμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοδαμώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[πολίτης]] της Σπάρτης πρόσφατα<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ νεοδαμώδεις</i><br />είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη [[μάχη]] ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην [[πολιτεία]] τών Λακεδαιμόνων έγιναν απελεύθεροι («τοὺς εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῡσιν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δᾱμώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῆμος]] / <i>δᾱμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοδᾱμώδης Medium diacritics: νεοδαμώδης Low diacritics: νεοδαμώδης Capitals: ΝΕΟΔΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: neodamṓdēs Transliteration B: neodamōdēs Transliteration C: neodamodis Beta Code: neodamw/dhs

English (LSJ)

ες, a Spartan word,

   A lately made one of the people (δᾶμος = δῆμος), newly enfranchised, δύναται δὲ τὸ ν. ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Th.7.58: applied to Helots freed by the state in reward for service in war, Εἵλωσι καὶ ν. καὶ τοῖς περιοίκοις X.HG3.3.6, cf. 5.2.24, Myro I J.

German (Pape)

[Seite 241] ες (δῆμος), nach Thuc. 7, 58, δύναται δὲ τὸ νεοδαμῶδες τὸ ἤδη ἐλεύθερον εἶναι, bei den Lacedämoniern = neuerdings frei geworden und in die Bürgergemeinde aufgenommen, im Gegensatz zu den freigeborenen Bürgern, von den Heloten, welche zur Belohnung für Kriegsdienste mit der Freiheit beschenkt wurden, und die ein Vorrecht als Bürger vor den περίοικοι hatten; Her. 9, 11; Thuc. 5, 34. 67; Xen. Hell. 3, 1, 4 u. öfter; Plut. Ages. 6.

Greek (Liddell-Scott)

νεοδᾱμώδης: -ες, λέξις Σπαρτιατική, ὁ νεωστὶ γενόμενος εἷς ἐκ τοῦ δάμου, δηλ. δήμου, νέος πολίτης τῆς Σπάρτης, ὁ νεωστὶ κτησάμενος πολιτικὰ δικαιώματα Σπαρτιάτου πολίτου (κατ’ ἀντίθ. πρὸς τοὺς κατὰ κληρονομίαν πολίτας), δύναται δὲ τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Θουκ. 7. 58· ἐντεῦθεν ἐκεῖνοι τῶν Εἱλώτων ἐκαλοῦντο Νεοδαμώδεις, ὅσοι ὑπὸ τῆς πολιτείας ἀπηλευθεροῦντο εἰς ἀνταμοιβὴν ὑπηρεσιῶν ἐν πολέμῳ, λαμβάνοντες πιθ. πολιτικά τινα δικαιώματα, γινόμενοι οὕτως ἀνώτεροι καὶ τῶν περιοίκων, Εἵλωσι καὶ νεοδαμώδεσι... καὶ τοῖς περιοίκοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 6, πρβλ. 5. 2, 24· - ὅρ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 9. 11, Arnold εἰς Θουκ. 5. 34, Müller Dor. 3. 3, § 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νεοδαμώδεις· οἱ κατὰ δόσιν ἐλεύθεροι ἀπὸ τῆς εἱλωτίας», καὶ κατὰ Πολυδ. Γ΄, 83, «τοὺς μέντοι εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῦσιν».

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
nouvellement admis parmi le peuple, càd au nombre des citoyens.
Étymologie: νέος, δᾶμος dor. c. δῆμος.

Greek Monolingual

νεοδαμώδης, -ῶδες (Α)
1. αυτός που έγινε πολίτης της Σπάρτης πρόσφατα
2. (συν. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ νεοδαμώδεις
είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη μάχη ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πολιτεία τών Λακεδαιμόνων έγιναν απελεύθεροι («τοὺς εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῡσιν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + δᾱμώδης (< δῆμος / δᾱμος)].