νηκτικός: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(6_11) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ νήχηται, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 171. | |lstext='''νηκτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ νήχηται, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 171. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νηκτικός]], -ή, -όν) [[νήκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο [[ικανός]] και [[επιδέξιος]] στην [[κολύμβηση]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] στην [[κολύμβηση]], αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην [[κολύμβηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «νηκτική [[κύστη]]»<br /><b>ζωολ.</b> γεμάτη [[αέρια]] σπλαγχνική [[κύστη]] πολλών ακτινοπτερύγιων ιχθύων, η οποία χρησιμεύει [[κυρίως]] ως υδροστατικό όργανο<br />β) «[[νηκτικός]] [[σύνδεσμος]] του ποδιού»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] ινωδών δεσμίδων που βρίσκονται [[κάτω]] από την [[επιδερμίδα]] του πέλματος και συνδέουν τις βάσεις τών δακτύλων<br />γ) «[[νηκτικός]] [[σύνδεσμος]] του χεριού»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] ινών που σχηματίζουν [[ταινία]] η οποία συνδέει τις βάσεις τών δακτύλων<br />δ) «[[νηκτικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτός]] [[υμένας]] ο [[οποίος]] συνδέει τους δακτύλους τών χεριών και τών ποδιών [[κατά]] την εμβρυϊκή [[ηλικία]]<br />ε) «[[νηκτικός]] κώδωνας»<br /><b>ζωολ.</b> κυστοειδές [[εξάρτημα]] τών σιφωνοφόρων το οποίο βρίσκεται [[κάτω]] από τον κύριο πλωτήρα και χρησιμεύει για την [[επίπλευση]] της αποικίας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νηκτικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών στεγανόποδων πτηνών, όπως [[είναι]] οι πάπιες και οι χήνες, που [[είναι]] ικανά να επιπλέουν, να κολυμπούν, [[αλλά]] και να βυθίζονται στο [[νερό]] [[κατά]] [[βούληση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to swim, S.E.M.9.171; also ν. τέχνη ibid.
Greek (Liddell-Scott)
νηκτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ νήχηται, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 171.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νηκτικός, -ή, -όν) νήκτης
1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση
2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση
νεοελλ.
1. φρ. α) «νηκτική κύστη»
ζωολ. γεμάτη αέρια σπλαγχνική κύστη πολλών ακτινοπτερύγιων ιχθύων, η οποία χρησιμεύει κυρίως ως υδροστατικό όργανο
β) «νηκτικός σύνδεσμος του ποδιού»
ανατ. σύνολο ινωδών δεσμίδων που βρίσκονται κάτω από την επιδερμίδα του πέλματος και συνδέουν τις βάσεις τών δακτύλων
γ) «νηκτικός σύνδεσμος του χεριού»
ανατ. σύνολο ινών που σχηματίζουν ταινία η οποία συνδέει τις βάσεις τών δακτύλων
δ) «νηκτικός υμένας»
ανατ. λεπτός υμένας ο οποίος συνδέει τους δακτύλους τών χεριών και τών ποδιών κατά την εμβρυϊκή ηλικία
ε) «νηκτικός κώδωνας»
ζωολ. κυστοειδές εξάρτημα τών σιφωνοφόρων το οποίο βρίσκεται κάτω από τον κύριο πλωτήρα και χρησιμεύει για την επίπλευση της αποικίας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νηκτικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών στεγανόποδων πτηνών, όπως είναι οι πάπιες και οι χήνες, που είναι ικανά να επιπλέουν, να κολυμπούν, αλλά και να βυθίζονται στο νερό κατά βούληση.