παρασυνάγχη: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_9) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασυνάγχη''': ἡ, [[φλόγωσις]] τῶν μυῶν τοῦ λάρυγγος, Γαλην.· ἴδε [[κυνάγχη]]. | |lstext='''παρασυνάγχη''': ἡ, [[φλόγωσις]] τῶν μυῶν τοῦ λάρυγγος, Γαλην.· ἴδε [[κυνάγχη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[φλόγωση]], [[φλεγμονή]]. τών [[μυών]] της μιας πλευράς του λάρυγγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συνάγχη]] «[[συνάχι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inflammation of the muscles of one side of the throat, Gal.8.248, Cael.Aur.CP3.1.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, Halsentzündung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
παρασυνάγχη: ἡ, φλόγωσις τῶν μυῶν τοῦ λάρυγγος, Γαλην.· ἴδε κυνάγχη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
φλόγωση, φλεγμονή. τών μυών της μιας πλευράς του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + συνάγχη «συνάχι»].