οὔτοι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(SL_2)
(30)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οὔτοι]] v. [[οὐ]] 8. b.
|sltr=[[οὔτοι]] v. [[οὐ]] 8. b.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὔτοι]] και οὔ τοι (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν [[οὔτοι]] ἐγὼ γε μαχήσομαι [[εἵνεκα]] [[κούρης]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το [[πότε]]) όντως [[ουδέποτε]] («[[ούτοι]] ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔτοι Medium diacritics: οὔτοι Low diacritics: ούτοι Capitals: ΟΥΤΟΙ
Transliteration A: oútoi Transliteration B: outoi Transliteration C: oytoi Beta Code: ou)/toi

English (LSJ)

or οὔ τοι, Adv.

   A indeed not, Il.1.298, 515, 3.65, 4.29, Hes. Op. 759, etc.: in Att. freq. before protestations, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ar. Pl.64; οὔτοι . . μὰ τὸν Ἀπόλλω Id.V.1366; οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Id.Pax 188; μὰ τὸν Δί' οὔτοι γε Id.Th.34; μὰ τὸν Δί' οὐ τοίνυν Id.V.1141 (cf. τοίνυν) ; ἀλλ' οὔτοι . . γε S.El.137 (lyr.), etc.; οὔτοι δή Pl.Cri.43d; οὔτοι δὴ . . γε Id.Euthphr.2a, etc.; οὔτοι μὲν οὖν Id.Phdr.271b; οὔτοι πότε never indeed, S.Ant.522, etc.; οὔτοι ποτέ . . γε Id.OT852; cf. οὔ τἄν, οὔ τἄρα. (οὔτοι is freq. confounded with οὔτι.)

German (Pape)

[Seite 421] doch nicht, gewiß nicht, wahrlich nicht, Hom. u. Folgde, auch getrennt geschrieben und durch dazwischentretende Partikeln getrennt; oft bei den Tragg.; auch in Prosa; οὔτοι μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 b; ἀλλ' οὔτοι τούτων γε οὐδεμίαν οἶμαί σε βούλεσθαι ῥητορικὴν καλεῖν Gorg. 450 e; Legg. II, 656 c; οὔτοι δή, Crit. 43 d; mit γέ, Alc. I, 124 d.

Greek (Liddell-Scott)

οὔτοι: ἢ οὔ τοι, Ἀπίρρ., ὄντως οὐχί, βεβαίως οὐχί, Λατ. non sane, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· παρ’ Ἀττ. συχν. πρὸ διαμαρτυρίας, οὔτοι μὰ τὴν Δήμητρα Ἀριστοφ. Πλ. 64· οὔτοι... μὰ τὸν Ἀπόλλω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1366· οὔτοι μὰ τὴν Γῆν Εἰρ. 188· μὰ τὸν Δί’ οὔτοι γε Θεσμ. 34· μὰ τὸν Δί’ οὐ τοίνυν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1141 (πρβλ. τοίνυν)· ἀλλ’ οὔτοι γε Σοφ. Ἠλ. 137, κτλ.· οὔτοι δὴ Πλάτ. Κρίτων 43D· οὔτοι δὴ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 2Α, κλ.· οὔτοι μενοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271Β· οὔτοι ποθ’, ὄντως οὐδέποτε, Σοφοκλ. Ἀντ. 522, κτλ.· οὔτοι ποτὲ ... γε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 852· πρβλ. οὔ τἄν, οὔ τἆρα. (τὸ οὔτοι συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ οὔτι).

French (Bailly abrégé)

adv.
non certes, non cependant, en vérité non.
Étymologie: οὐ, τοι.

English (Autenrieth)

certainly not.

English (Slater)

οὔτοι v. οὐ 8. b.

Greek Monolingual

οὔτοι και οὔ τοι (Α)
επίρρ.
1. βεβαίως όχι, πραγματικά όχι («χερσὶ μὲν οὔτοι ἐγὼ γε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης», Ομ. Ιλ.)
2. (με το πότε) όντως ουδέποτεούτοι ποθ' ουχθρούς, ουδ' όταν θάνῃ», Σοφ.).