ὀχεία: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ὀχεία]]) [[οχεύω]]<br />(για αρσεν. ζώο) σαρκική [[ένωση]] με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την [[αναπαραγωγή]], [[βάτεμα]], [[μαρκάλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[γονιμοποίηση]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀχεία]], ἡ (Α) [[οχώ]]<br />(ενν. <i>ποντία</i>) αυτή που κρατά το [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], [[δηλαδή]] η [[άγκυρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ὀχεύω)
A a covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀ. in the breeding season, Thphr. Od.61. 2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-). II (ὀχέω) ὀχεία ποντία holder of the ship, i. e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.———————— (II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.