ὁδηγητικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(6_11) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁδηγητικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς [[ὅπως]] ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12. | |lstext='''ὁδηγητικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς [[ὅπως]] ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδηγητικός]], -ή, -όν) [[οδηγώ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ [[ὁμιλία]]», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for guiding, Suid., Eust. 1441.12.
German (Pape)
[Seite 292] anleitend, belehrend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδηγητικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ὅπως ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁδηγητικός, -ή, -όν) οδηγώ
ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.).