οἰκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />maisonnette <i>ou</i> chambrette.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />maisonnette <i>ou</i> chambrette.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἰκίσκος]]) [[οίκος]]<br />(υποκορ. του [[οίκος]]) μικρό σε [[μέγεθος]] [[σπίτι]], μικρό [[οίκημα]], [[σπιτάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ανεξάρτητο [[κτίσμα]], [[παράρτημα]] [[μεγάλης]] οικοδομής, [[παράσπιτο]] («[[οικίσκος]] κηπουρού»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]]<br /><b>2.</b> [[κλουβί]] στο οποίο εκτρέφονται ζώα<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>4.</b> [[τάφος]], [[μνήμα]]<br /><b>5.</b> [[τόπος]] στον οποίο αναπέμπονται ευχές [[προς]] τον θεό, [[ευκτήριος]] [[οίκος]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκίσκος Medium diacritics: οἰκίσκος Low diacritics: οικίσκος Capitals: ΟΙΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: oikískos Transliteration B: oikiskos Transliteration C: oikiskos Beta Code: oi)ki/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of οἶκος,

   A small room or chamber, D.18.97, Plu.Arat.20, Hdn.7.99.    2 cage, ὀρνίθειος οἰ. Ar.Fr.405, cf. 441, Metag.5, Inscr.Délos 422.11(ii B. C.), Philostr.VS1.21.3.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, dim. von οἶκος, kleines Haus, Zimmerchen; κἂν ἐν οἰκίσκῳ τις αὑτὸν καθείρξας τηρῇ, Dem. 1 S, 97; Sp., wie Luc. Alex. 15; Plut.; nach Harpocr. bes. ein Verschlag od. Käfig für Thiere; att. für das gewöhnliche ὀρνιθοτροφεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ οἶκος, μικρὸν δωμάτιονθάλαμος, Δημ. 258. 21, Ἡρῳδιαν. 7. 9. 2) ὀρνιθοτροφεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 358, 385, Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maisonnette ou chambrette.
Étymologie: οἶκος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰκίσκος) οίκος
(υποκορ. του οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι
νεοελλ.
ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτοοικίσκος κηπουρού»)
αρχ.
1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος
2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα
3. κελλί μοναχού
4. τάφος, μνήμα
5. τόπος στον οποίο αναπέμπονται ευχές προς τον θεό, ευκτήριος οίκος.