οἰνόπεδος: Difference between revisions
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
(Autenrieth) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πέδον]]): consisting of [[wine]]-[[land]], [[wine]]-[[yielding]]; subst., [[οἰνόπεδον]], [[vineyard]], Il. 9.579. | |auten=([[πέδον]]): consisting of [[wine]]-[[land]], [[wine]]-[[yielding]]; subst., [[οἰνόπεδον]], [[vineyard]], Il. 9.579. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οινόπεδος]], -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)<br />αυτός που έχει [[έδαφος]] κατάλληλο για [[παραγωγή]] οίνου, αυτός που έχει [[χώρα]] αμπελοφόρο, οινοφόρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει άφθονο οίνο<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) <i>ἡ οἰνοπέδη</i> και τὸ <i>οἰνόπεδον</i><br />[[αμπελοφόρος]] γη, [[αμπελότοπος]], [[αμπελώνας]] (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.<br />β. «[[οἷος]] πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φοινικό</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον (η, ον Opp. C.4.331),
A with soil fit to produce wine, abounding in wine, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. 11.193 ; productive of wine, -πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c. II Subst. οἰνό-πεδον, τό, vineyard, τέμενος... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 (Cos):—also οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ οἰνοφόρος, ἀμπελών, τέμενος ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - ὡσαύτως οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sol est planté de vignes.
Étymologie: οἶνος, πέδον.
English (Autenrieth)
(πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.
Greek Monolingual
οινόπεδος, -ον (ΑΜ, Α θηλ. και -έδη)
αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο
αρχ.
1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο
2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον
αμπελοφόρος γη, αμπελότοπος, αμπελώνας (α. «οἰνόπεδον μέγα Τυδεὺς ναῑε», Θεοκρ.
β. «οἷος πρώτης ἦλθες ἀπ' οἰνοπέδης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].