ὁμόθρονος: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(SL_2) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὁμόθρονος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[sharing]] the [[throne]] [[Ἑστία]], Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2) | |sltr=[[ὁμόθρονος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[sharing]] the [[throne]] [[Ἑστία]], Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόθρονος]], -ον)<br />αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>θρονος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing the same throne, Ἥρα Pi.N.11.2.
German (Pape)
[Seite 334] mitthronend, mitherrschend, Ἥρα, die mit Zeus zugleich herrscht, Pind. N. 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθρονος: -ον, ὁ μετέχων τοῦ θρόνου, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ θρόνου καθήμενος, Ἥρας ὁμοθρόνου, «τῆς συμβασιλευούσης τῷ Διῒ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. 2· ― μετὰ δοτ., ἔστι θεὸς ὁ λόγος ἰσοκλεὴς καὶ ὁμόθρονος τῷ θεῷ καὶ πατρὶ Κύριλλ. Ἀλ. 49, σ. 656, Ἰω. Δαμασκ. τ. 1, 117C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage un trône.
Étymologie: ὁμός, θάμνος.
English (Slater)
ὁμόθρονος, -ον
1 sharing the throne Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.2)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόθρονος, -ον)
αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο με άλλον («Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θρόνος (πρβλ. χρυσό-θρονος)].