ὁμόκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui respire la même fumée, <i>càd</i> qui mange à la même table.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[καπνός]].
|btext=ος, ον :<br />qui respire la même fumée, <i>càd</i> qui mange à la même table.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[καπνός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκαπνος]], ὁ (Α)<br />(δ.γρφ. [[αντί]] [[ομόκαπος]]) αυτός που ζει [[δίπλα]] στην [[ίδια]] [[εστία]], στον ίδιο καπνό, [[σύνοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 337] v. l. zum Folgdn, würde heißen »zusammen im Rauch des Heerdes weilend«.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui respire la même fumée, càd qui mange à la même table.
Étymologie: ὁμός, καπνός.

Greek Monolingual

ὁμόκαπνος, ὁ (Α)
(δ.γρφ. αντί ομόκαπος) αυτός που ζει δίπλα στην ίδια εστία, στον ίδιο καπνό, σύνοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + καπνός.