ὁμόσκηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de tente, compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σκηνή]].
|btext=ος, ον :<br />compagnon de tente, compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σκηνή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσκηνος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει στην [[ίδια]] [[σκηνή]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνοικος]], [[συγκάτοικος]]<br /><b>2.</b> [[σύντροφος]], [[φίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκηνή]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσκηνος Medium diacritics: ὁμόσκηνος Low diacritics: ομόσκηνος Capitals: ΟΜΟΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: homóskēnos Transliteration B: homoskēnos Transliteration C: omoskinos Beta Code: o(mo/skhnos

English (LSJ)

ὁ,

   A one living in the same tent, messmate, D.H.1.55,6.74, Men.Prot.p.3D.; cf. ὁμόσκευος.    2 Adj., θλῆθος ἀνδρῶν -ον Max.Tyr.6.4 ; living with, θεὸς ὁ. τῷ πλήθει J.AJ3.8.10.

German (Pape)

[Seite 340] in demselben Zelte wohnend, Zeltgenosse, τινί, D. Hal. 1, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσκηνος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ διαμένων, ὁμοτράπεζος, Λατ. contubernalis, Διον. Ἁλ. 6. 74. 2) σύνοικος, τινι ὁ αὐτ. 1. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de tente, compagnon.
Étymologie: ὁμός, σκηνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσκηνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο
αρχ.
1. σύνοικος, συγκάτοικος
2. σύντροφος, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σκηνή.