Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />envoyé ensemble <i>ou</i> avec ; τινος, compagnon de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[στέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />envoyé ensemble <i>ou</i> avec ; τινος, compagnon de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[στέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁμόστολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει [[μαζί]] με άλλον, [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> [[συνοδός]], [[ακόλουθος]] («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιό</i>-<i>στολος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ὁμόστολος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ [[ὁμόστολος]] [[φύσις]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς [[ἄσπιλον]] [[σῶμα]]», Μηναί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στολή]]), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>στολος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστολος Medium diacritics: ὁμόστολος Low diacritics: ομόστολος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: homóstolos Transliteration B: homostolos Transliteration C: omostolos Beta Code: o(mo/stolos

English (LSJ)

ον,

   A in company with, attendant, Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.OT212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.    II generally, similar, μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.Supp.496.

German (Pape)

[Seite 340] 1) zugleich, mitgeschickt, mitreifend, geleitend; Βάκχον Μαινάδων ὁμόστολον Soph. O. R. 212; sp. D., wie ὁμόστολον ὑμῖν ἕπεσθαι Ap. Rh. 2, 802; Nonn. – 2) (στολή) gleich gekleidet, u. übh. ähnlich, μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστολος: -ον, ὁ συμπορευόμενος μετά τινος, Βάκχον.. Μαινάδων ὁμόστολον Σοφ. Ο. Τ. 212· ὁμ. ὔμμιν ἕπεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 802. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος, μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολον φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé ensemble ou avec ; τινος, compagnon de qqn.
Étymologie: ὁμός, στέλλω.

Greek Monolingual

(I)
ὁμόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης
2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό-στολος].———————— (II)
ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)
1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].