ὀξυθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />accès de colère.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύθυμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />accès de colère.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύθυμος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀξυθυμία]]) [[οξύθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του οξύθυμου, [[αψιθυμία]], ευερεθιστότητα, [[ευθιξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιφνίδιος]], [[οξύς]] [[θυμός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρότητα]] ή [[αστάθεια]] θυμού<br /><b>3.</b> [[ερεθισμός]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμία Medium diacritics: ὀξυθυμία Low diacritics: οξυθυμία Capitals: ΟΞΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: oxythymía Transliteration B: oxythymia Transliteration C: oksythymia Beta Code: o)cuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vivacity or instability of temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5 ; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.