ὀρνεοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(6_16) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνεοτρόφος''': -ον, = [[ὀρνιθοτρόφος]], Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β. | |lstext='''ὀρνεοτρόφος''': -ον, = [[ὀρνιθοτρόφος]], Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρνεοτρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτρέφει πτηνά, [[πτηνοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ὀρνιθοτρόφος, Cat.Cod.Astr.1.166, BGU 725.7 (615 A. D.).
German (Pape)
[Seite 382] = ὀρνιθοτρόφος (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοτρόφος: -ον, = ὀρνιθοτρόφος, Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β.
Greek Monolingual
ὀρνεοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πτηνά, πτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].