ὀφιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφιοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.
|lstext='''ὀφιοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οφιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[φίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, [[ελικοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οφιοειδώς</i><br />με οφιοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοειδής Medium diacritics: ὀφιοειδής Low diacritics: οφιοειδής Capitals: ΟΦΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ophioeidḗs Transliteration B: ophioeidēs Transliteration C: ofioeidis Beta Code: o)fioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a serpent, Dsc.2.166.

German (Pape)

[Seite 426] ές, schlangenähnlich, -artig, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.

Greek Monolingual

-ές (Α οφιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με φίδι
νεοελλ.
αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, ελικοειδής.
επίρρ...
οφιοειδώς
με οφιοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -ειδής].