παιδομαθής: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδομαθής''': -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ [[αὐτοῦ]] ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. [[πρός]] τι ([[ἐνταῦθα]] σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· [[περί]] τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.
|lstext='''παιδομαθής''': -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ [[αὐτοῦ]] ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. [[πρός]] τι ([[ἐνταῦθα]] σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· [[περί]] τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[παιδομαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε [[κάτι]] από την παιδική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε [[κάτι]] πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδομᾰθής Medium diacritics: παιδομαθής Low diacritics: παιδομαθής Capitals: ΠΑΙΔΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: paidomathḗs Transliteration B: paidomathēs Transliteration C: paidomathis Beta Code: paidomaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A having learnt in childhood, Hp.Lex 2; precociously quick, π. πρός τι Antid.2.5; περὶ τὰ πολεμικά Plb.3.71.6; τινος Longin.44.3.

German (Pape)

[Seite 441] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; πρός τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; περί τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παιδομαθής: -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ αὐτοῦ ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. πρός τι (ἐνταῦθα σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· περί τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.

Greek Monolingual

παιδομαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε κάτι από την παιδική ηλικία
2. αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε κάτι πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μαθής (< μανθάνω)].