παλινάγρετος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(Autenrieth)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀγρέω]]=[[αἱρέω]]): to be taken [[back]], [[revocable]], Il. 1.526†.
|auten=([[ἀγρέω]]=[[αἱρέω]]): to be taken [[back]], [[revocable]], Il. 1.526†.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άγρετος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνάγρετος Medium diacritics: παλινάγρετος Low diacritics: παλινάγρετος Capitals: ΠΑΛΙΝΑΓΡΕΤΟΣ
Transliteration A: palinágretos Transliteration B: palinagretos Transliteration C: palinagretos Beta Code: palina/gretos

English (LSJ)

ον, (ἀγρέω)

   A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17.    2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.

English (Autenrieth)

(ἀγρέω=αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.

Greek Monolingual

παλινάγρετος, -ον (Α)
1. αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος
3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτ-άγρετος].