πανασκηθής: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνασκηθής''': -ές, ὁ κατὰ πάντα [[ἀσκηθής]], οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.
|lstext='''πᾰνασκηθής''': -ές, ὁ κατὰ πάντα [[ἀσκηθής]], οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[πανασκηθής]], -ές (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που δεν υπέστη καμία [[βλάβη]], [[ακέραιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσκηθής]] «[[ασφαλής]], [[αβλαβής]]»].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνασκηθής Medium diacritics: πανασκηθής Low diacritics: πανασκηθής Capitals: ΠΑΝΑΣΚΗΘΗΣ
Transliteration A: panaskēthḗs Transliteration B: panaskēthēs Transliteration C: panaskithis Beta Code: panaskhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A all-unharmed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 457] ές, ganz unversehrt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνασκηθής: -ές, ὁ κατὰ πάντα ἀσκηθής, οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

πανασκηθής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»].