πάπραξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte de poisson de Thrace.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute mot thrace.
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte de poisson de Thrace.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute mot thrace.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ό, Α<br />[[είδος]] ψαριού που ζούσε στις λίμνες της Θράκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: [[πέρκη]] «[[πέρκα]]», [[περκνός]] «[[μαύρος]], [[μελανόστικτος]]», <i>πρακνόν</i><br /><i>μέλανα</i> (<b>Ησύχ.</b>), ενώ, κατ' άλλους, η λ. οφείλεται σε [[ονοματοποιία]] από τον υποτιθέμενο ήχο που παράγει το [[ψάρι]], ανάλογη με τον τ. [[παππάξ]] και τα [[βαβάζω]], [[βαβράζω]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάπραξ Medium diacritics: πάπραξ Low diacritics: πάπραξ Capitals: ΠΑΠΡΑΞ
Transliteration A: páprax Transliteration B: paprax Transliteration C: papraks Beta Code: pa/prac

English (LSJ)

ακος, ὁ, a Thracian lake-fish, Hdt.5.16.

German (Pape)

[Seite 466] ακος, ὁ, ein thracischer Sumpfsisch, Her. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πάπραξ: -ακος, ὁ, ἰχθύς τις θρᾳκικῆς λίμνης, Ἡρόδ. 5. 16.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sorte de poisson de Thrace.
Étymologie: DELG sans doute mot thrace.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες της Θράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν
μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ' άλλους, η λ. οφείλεται σε ονοματοποιία από τον υποτιθέμενο ήχο που παράγει το ψάρι, ανάλογη με τον τ. παππάξ και τα βαβάζω, βαβράζω.