παραίρεσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />enlèvement, soustraction.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />enlèvement, soustraction.<br />'''Étymologie:''' [[παραιρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[μετριασμός]] («ξυμμάχων τε [[ἀπόστασις]], [[μάλιστα]] [[παραίρεσις]] οὖσα τῶν προσόδων», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρεσις Medium diacritics: παραίρεσις Low diacritics: παραίρεσις Capitals: ΠΑΡΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: paraíresis Transliteration B: parairesis Transliteration C: parairesis Beta Code: parai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking away from, stripping one of, τῶν προσόδων Th.1.122; τῆς οὐσίας παραιρέσεις Pl.R.573e; τὴν π. ποιοῦνται τῶν ὅπλων Arist. Pol.1311a12.

German (Pape)

[Seite 480] ἡ, Wegnahme, Verringerung; τῶν προσόδων, Thuc. 1, 122; τῆς οὐσίας, Plat. Rep. IX, 573 e; παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος, = παραιρεῖσθαι, Arist. polit. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρεσις: ἡ, ἀφαίρεσις, τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· παραίρεσις τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
enlèvement, soustraction.
Étymologie: παραιρέω.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α παραιρώ
1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.)
2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.).